μάϊσσα
Смотреть что такое "μάϊσσα" в других словарях:
κακομάισσα — η κακή, διεστραμμένη μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μάισσα] … Dictionary of Greek
κακομάισσα — η κακή, διεστραμμένη μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μάισσα] … Dictionary of Greek